Σπ. Κουζινόπουλος: “Το ιστορικό παρελθόν είναι πολύτιμος σύμβουλος”

0
9248

Συνέντευξη στην Τέσυ Μπάιλα

Μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιανός το βιβλίο σας «Σελίδες Κατοχής». Πρόκειται για μια ιστορική μελέτη που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα την περίοδο της Κατοχής παρουσιάζοντας άγνωστες έως σήμερα λεπτομέρειες. Πόσα χρόνια κράτησε η έρευνά σας;

Η έρευνα για τις “Σελίδες Κατοχής” κράτησε πολλά χρόνια, αλλά και οι μαρτυρίες καθώς και τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στα εννέα κεφάλαια του βιβλίου μου, αποτελώντας το καθένα και μία ξεχωριστή ιστορία, τα συγκέντρωνα εδώ και μισό σχεδόν αιώνα ενώ με την αξιολόγηση και ανάδειξη του υλικού που συγκέντρωσα, ασχολούμαι συστηματικά τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια, παράλληλα με τη συγγραφή των άλλων δύο βιβλίων μου, που εκδόθηκαν αυτό το χρονικό διάστημα από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, τις “Μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα” (2013) και τις “Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης” (2017).

Πόσο εύκολη ήταν η διαχείριση του αρχειακού υλικού;

Κάθε ιστορική μελέτη, όπως είναι τα 12 βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι τώρα, η συμμετοχή σε ομαδικές εργασίες αλλά και οι ιστορικού περιεχομένου μεγάλες έρευνες που δημοσίευσα στις διάφορες εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόμουν όλα τα χρόνια ως μάχιμος δημοσιογράφος, απαιτεί μακροχρόνια έρευνα και τεκμηρίωση, καθώς και εξαντλητική διασταύρωση των πηγών. Και μπορεί κάθε ιστορικό θέμα να επιδέχεται όχι μία, αλλά πολλές αναγνώσεις ειδομένες από διαφορετικές πλευρές η κάθε μία, εντούτοις η ερμηνεία του, για να είναι αξιόπιστη και να προσεγγίζει κατά το δυνατόν την πραγματικότητα, πρέπει να εμπεριέχει τα απαραίτητα στοιχεία της τεκμηριωμένης επιστημονικής έρευνας.  Γι’ αυτό, προκειμένου να είμαι εγγύτερα σ’ αυτές τις αρχές, ανέτρεξα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης των “Σελίδων Κατοχής” σε περισσότερες από 600 πηγές, ξέχωρα από τις μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα που παρατίθενται.

Ποια ανάγκη σάς οδήγησε να ασχοληθείτε με τη μελέτη αυτή;

Άρχισα να ασχολούμαι με την έρευνα για την περίοδο του μεσοπολέμου, της γερμανικής Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή της Μακεδονίας αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, διαπιστώνοντας ότι υπήρχε ένα τεράστιο κενό στην ιστοριογραφία για την ταραγμένη δεκαετία 1935-1945, μία εποχή που θεωρούνταν περίπου ως “ταμπού”. Πολλοί για εμένα οι λόγοι: Η πολύ σκληρή ναζιστική Κατοχή με τις πάνω από 1.500 εκτελέσεις μόνο στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ο αφανισμός των 45.000 Εβραίων κατοίκων της και το “πλιάτσικο” των εβραϊκών περιουσιών, οι πολυσέλιδοι κατάλογοι με τα ονόματα των “πλουτισάντων επί Κατοχής”, οι συμμορίες των δωσιλογικών  Ταγμάτων Ασφαλείας, η συνεργασία των “ελίτ” της πόλης με τους κατακτητές. Καθώς επίσης το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε η μοναδική μεγάλη πόλη της χώρας που απελευθερώθηκε με την είσοδο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, αλλά και ότι εδώ επίσης σημειώθηκε το μοναδικό φαινόμενο της επί 2,5 μήνες “ΕΑΜοκρατίας”. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια, πολλοί άξιοι ιστορικοί άρχισαν να ασχολούνται με αυτή την περίοδο και να φωτίζουν επιτυχώς πτυχές της.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε και σε γνωστά ονόματα του ελληνικού πολιτισμού. Ενδεικτικά θα αναφέρω τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν εύκολο να βρείτε για τους ανθρώπους αυτούς και τι δυσκολίες, ενδεχομένως, αντιμετωπίσατε;

Με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που τον γνωρίζω προσωπικά και με τιμά με τη φιλία του, είχα την ευκαιρία να συζητήσω κάποια από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο μου και να διασταυρώσω ορισμένες πληροφορίες. Για το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, που αναφέρεται στα δύο άγνωστα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, αφιερωμένα στην Εθνική Αντίσταση και τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας, χρειάστηκε εξονυχιστική και άρα κοπιαστική έρευνα σε δεκάδες πηγές, ώστε τα όσα αναφέρω να είναι απόλυτα τεκμηριωμένα.

Ποιο κενό πιστεύετε ότι καλύπτει στην ιστοριογραφία μια επίπονη μελέτη όπως είναι η δική σας;

Η δική μου μελέτη θεωρώ ότι έρχεται να συμπληρώσει τις ψηφίδες στην έρευνα για εκείνη τη δύσκολη όσο και ανεξερεύνητη εποχή. Μία έρευνα στην οποία επιδόθηκαν τα προηγούμενα χρόνια εξαιρετικοί ιστορικοί και ερευνητές, φωτίζοντας με μεγάλη επιτυχία σκοτεινές πλευρές της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Μακεδονία.

Τελειώνετε τον πρόλογο του βιβλίου σας με τη φράση: «Η έρευνα συνεχίζεται». Να περιμένουμε ένα νέο ανάλογο έργο σας;

Όντως «η έρευνα συνεχίζεται». Αφενός μεν διότι οι ιστορίες της περιόδου της Κατοχής είναι πάρα πολλές, χωρίς να έχουν φωτιστεί και αναδειχθεί επαρκώς μέχρι σήμερα. Και αφετέρου γιατί και η δική μου ιστορική έρευνα εδώ και μισό αιώνα, με την αξιοποίηση και του πλούσιου αρχείου μου, έχει στο επίκεντρό της την περίοδο του μεσοπολέμου και της Κατοχής. Φιλοδοξία μου είναι μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου να έχω ολοκληρώσει το επόμενο βιβλίο μου που θα αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη και της απελευθέρωσής της, στις 30 Οκτωβρίου 1944, με την είσοδο των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.

Οι άνθρωποι που ιστοριογραφούνται στο βιβλίο σας κινούνται στο πλαίσιο μιας υγιούς ηρωικής αντίδρασης μπροστά στον κατακτητή. Σήμερα ποια πιστεύετε ότι θα ήταν η αντίδραση του κόσμου σε ανάλογα φαινόμενα;

Παρά τις πεσιμιστικές απόψεις που διατυπώνονται για απαξίωση των αξιών στη σημερινή εποχή, πιστεύω ακράδαντα ότι όταν χρειαστεί (και μακάρι να μην χρειαστεί ποτέ στο μέλλον), οι πολίτες, ιδιαίτερα η νεολαία, θα υπερασπιστούν με σθένος και αποφασιστικότητα τα υπέρτατα ιδανικά της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό και σε όλα τα έργα μου διαχέεται ένα αντιπολεμικό και ένα αντιφασιστικό μήνυμα.

Πόσο μπορεί η σημερινή Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και της αισθητικής παρακμής να συναισθανθεί το μέγεθος αυτών των γεγονότων;

Υπάρχει η γενική παραδοχή ότι το ιστορικό παρελθόν είναι μια αστείρευτη πηγή γνώσης και εμπειριών, για αυτό και πρέπει να αποτελεί πολύτιμο σύμβουλό μας, προκειμένου να διδασκόμαστε από τις επιτυχίες και τα λάθη που διαπράχθηκαν και με βάση αυτό να στηρίζουμε το παρόν και να θεμελιώνουμε το μέλλον. Και πρωτίστως να παραδειγματιζόμαστε, ώστε να αποφύγουμε αποτρόπαια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως αυτά που διαπράχθηκαν από το φασισμό και το ναζισμό και τα έζησε πολύ σκληρά στο πετσί του ο ελληνικός λαός την περίοδο της Κατοχής. Διδάγματα ιδιαίτερα χρήσιμα στην εποχή μας όπου οι νοσταλγοί εκείνου του μαύρου παρελθόντος ξανασηκώνουν κεφάλι.

 

Ο Σπύρος Κουζινόπουλος γεννήθηκε στις Σέρρες και στα πενήντα και πλέον χρόνια που άσκησε το δηµοσιογραφικό λειτούργηµα, εργάστηκε σε πολλές εφηµερίδες και ραδιοτηλεοπτικούς σταθµούς ως συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής σύνταξης. Επί δεκαπενταετία υπήρξε ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Βόρεια Ελλάδα, µε αρµοδιότητα και στα Βαλκάνια. Πήρε µέρος στους αγώνες για το «1-1-4», για το Κυπριακό και για το «15% στην Παιδεία». Για τις ιδέες, την αρθρογραφία και τη συµµετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα, υπέστη διώξεις από τη χούντα. Το 1974 ήταν υποψήφιος βουλευτής της Ενωµένης Αριστεράς στο νοµό Σερρών. ∆ιετέλεσε µέλος του προεδρείου της ΕΣΗΕΜ-Θ, παίρνοντας µέρος σε διεθνή δηµοσιογραφικά συνέδρια, ενώ τιµήθηκε µε µετάλλια και διακρίσεις για τη συµβολή του στη διαβαλκανική συνεργασία αλλά και την προσφορά του στην Οµογένεια. Σε δική του ιδέα στηρίχθηκε η δηµιουργία, το 1991, του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, του οποίου υπήρξε γενικός διευθυντής µέχρι τη συνταξιοδότησή του, το ∆εκέµβριο του 2008. Το 1994 ίδρυσε την Ένωση των Βαλκανικών Πρακτορείων Ειδήσεων, της οποίας διετέλεσε επί δεκαπενταετία γενικός γραµµατέας. 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.