Δεν ξέρω αν η Θεσσαλονίκη είναι πιο όμορφη το χειμώνα ή εγώ είμαι καταθλιπτικός, πάντως αυτή η μουντή ατμόσφαιρα εγκατάλειψης που αναδύεται τον τελευταίο μήνα από τα σπλάχνα της με ξεκουράζει. Αν ήμουν ποιητής, θα έγραφα χιλιάδες λέξεις, μπροστά στο μυστήριο της θάλασσας. Αν ήμουν ζωγράφος, θα αποτύπωνα ώρα προς ώρα τις αλλαγές στον τρόπο που ντύνεται τα γήινα χρώματά της. Αν είχα το ταλέντο του φωτογράφου, δε θα άφηνα ούτε μία μέρα να περάσει χωρίς περιήγηση στα πιο κρυφά της σημεία, εκεί που αγγίζει το Θεό και το θάνατο.
Μπορεί απλώς να είμαι ένας ακόμη εραστής της πόλης που αγαπά και αγαπιέται παράφορα. Ίσως και να της έχω δοθεί με τα μάτια κλειστά, σε μυσταγωγική ιεροτελεστία όπου οι υποψήφιοι μυούνται στις πρακτικές της αιώνιας λατρείας προς το πρόσωπό της. Όρκος τιμής, να μην δραπετεύσουμε ποτέ από τα βασανιστικά καπρίτσια της. Άτιμο θηλυκό είναι. Ζεστή μάνα, γενναιόδωρη ερωμένη μα και σκοτεινό πάθος. Παίζεις μαζί της, γνωρίζοντας πως θα χάσεις και ίσως χαθείς. Δε θα σ’αφήσει ποτέ όμως να την αποχωριστείς ή να της γυρίσεις την πλάτη. Πιο περήφανη ύπαρξη δεν έχω γνωρίσει, ούτε εγώ που υπήρξα καλόβολος μαζί της, ούτε τόσοι κατακτητές πριν από μένα.
Τριγυρίζω νωχελικά στο παρκάκι της Ροτόντας. Ψιλοβρέχει, έβρεχε και όλη τη νύχτα, το τοπίο είναι κινηματογραφικό.Τα χρώματα του κτίσματος εναρμονίζονται με τη θλίψη των πεσμένων φύλλων που απλώνουν κίτρινο χαλί στα πόδια μου. Κατεβαίνοντας τα ελάχιστα σκαλιά για την πίσω πλευρά του μνημείου, αντικρίζω τα κλειστά μαγαζιά, ταβερνάκια και μικρά καφέ, το σήμα κατατεθέν της πλατείας για φοιτητές, λογοτέχνες, νυχτόβιους και περαστικούς. Ξαναθυμάμαι τα φοιητητικά μου χρόνια. Δεν έφυγα ποτέ από αυτή την πόλη… εδώ γεννήθηκα, εδώ σπούδασα, εδώ κοντά πήγα φαντάρος, εδώ βρήκα την πρώτη μου δουλειά και έμεινα. Στη Ναυτιλιακή περνάω τα αυγουστιάτικα βράδια μου όταν ξεμένω στην πόλη. Και στα διπλανά μπαράκια καταφεύγω πάντα μετά την αποτυχία του πρώτου ραντεβού. Συχνός πελάτης, δηλαδή. Οι προσωπικές μου καταστροφές είναι περισσότερες από τις νίκες αλλά ένα περίεργο πράγμα, η γενέθλια πόλη μου ποτέ δε μου επέτρεψε να νιώσω αποτυχημένος. Βγάζει έναν Βαρδάρη από το πουθενά, και μου φυσάει μακριά κάθε υποψία μεμψιμοιρίας και αυτολύπησης. Αγέρωχα, λοιπόν, κι εγώ συνεχίζω τα λάθη μου.
Ακόμη και τώρα, που όλα είναι σφραγισμένα με την ταινία του φόβου, η θλιμμένη ομορφιά της με παρακινεί να την αγαπώ και να τη φροντίζω περισσότερο. Όσο ακατάδεκτη κι αν δείχνει, έχει ανάγκη από την περιποίηση των θαυμαστών της, όπως κάθε σπουδαία θεατρίνα. Δεν της θυμώνω που στέκεται σιωπηλή στο πέρασμα των σύγχρονων βαρβάρων, η δύναμή της εκτοξεύεται αθόρυβα όταν χρειάζεται να προστατεύσει τα γνήσια παιδιά της. Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ, ένα έμβρυο δικό της που μεγάλωσε στις γειτονιές της από μια άλλη γυναίκα, την πρώτη Γυναίκα, επίσης φτωχομάνα κι αρχόντισσα…
Ο μοναχικός μου περίπατος κάπου εδώ τελειώνει. Η υγρασία μούσκεψε όλες μου τις ανησυχίες πως αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι λιγότερο γιορτινά. Ας είναι. Λιγότερο ή περισσότερο, ο καθένας θα αναπολήσει τη διαδρομή του μέχρι εδώ. Μην ξεγελιέστε, δε θα είστε μόνοι. Θα ανταμώσουμε στις σελίδες του Ντίκενς. Ή σε κάποιο ποίημα του Χριστιανόπουλου. Μπορεί να βρεθούμε στο ίδιο πεζοδρόμιο στην Παπάφη σιγοτραγουδώντας
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τέλειωσε ο χειμώνας
Καλά Χριστούγεννα.