Γράφει η Γλυκερία Γκρέκου | συγγραφέας
Την πρωτοσυνάντησε σε ένα παγκάκι, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Αρχές Οκτώβρη. Ήταν ένα βράδυ – μεσάνυχτα ήταν – που δεν τον χώραγε το σπίτι του και βγήκε βόλτα με ένα τσιγάρο στο στόμα. Λίγους μήνες αφού είχε κλείσει, οριστικά, το ιατρείο.
«Φτάνει πια, αρκετά δούλεψες, έλα μια βόλτα να μας δεις » του έλεγε ο μοναχογιός του, από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου διέπρεπε.
Θα πήγαινε, όπως και πρόπερσι, θα χαιρόταν, με τα παιδιά, με τα εγγόνια.
Θα σήκωνε πάλι το βλέμμα του, μόνο τα παιδιά κοιτούσε κατάματα.
Αλλά δεν ήταν και ένας δρόμος Λάρισα – Αθήνα, να πεις. Και εκείνος τελευταία ένιωθε κουρασμένος και μόνος. Του έλειπε η πρωινή ρουτίνα. Καφές, ιατρείο, κουβέντες με παιδιά- ασθενείς. Αλλά στα εβδομήντα δύο του, είχε αποφασίσει, επιτέλους, να κλείσει αυτό το κεφάλαιο με τη δουλειά του.
Ήταν μόνος είκοσι χρόνια , οι σχέσεις με διάφορες κυρίες, ήταν σχέσεις κρυφές, καμιά δεν ήθελε να βάλει στο κρεβάτι του.
Η νύχτα ήταν νοτισμένη, δεν είχε βρέξει, αλλά, αυτή η πόλη με την υγρασία της σου έδειχνε ακριβώς πού βρίσκεται κάθε οστό.
Ανέβασε το φερμουάρ ως το πηγούνι, άναψε ένα τσιγάρο ακόμη.
«Δάσκαλε που δίδασκες», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Τότε ήταν που την ένιωσε δίπλα του.
Στην αρχή την κοίταξε αδιάφορα, δεν τα πήγαινε καλά με τις περιφερόμενες ελεύθερα, ήταν από σπίτι καλό αυτός, ευυπόληπτος πολίτης της πόλης.
Έβλεπε τον καπνό στο πρόσωπό του, ο νους ακρίδα, πήγε εξήντα, σχεδόν, χρόνια πίσω, εκεί, στην ίδια πλατεία, παρέα με τους φίλους του, κρατούσαν το μολύβι στο χέρι, μιμούνταν πως κάπνιζαν τσιγάρο, η υγρασία του Αργυροδίνη Πηνειού βοηθούσε πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι.
Πάλι χαμογέλασε, πάλι θυμήθηκε την μία και μοναδική αποβολή, όταν εθεάθη από τον γυμνασιάρχη να καπνίζει στο Αλκαζάρ.
Τη γλύτωσε φτηνά, μέγας και τρανός ο πατέρας στην πόλη.
Όσο καμάρωνε ο πατέρας, τόσο εκείνος χαμήλωνε το βλέμμα.
Κάθε φορά που συναντούσε τον συμμαθητή του Λάλο, ένιωθε ενοχές, πίστευε πως είχε μερίδιο ευθύνης, που ο πατέρας του συμμαθητή του έλειπε ‘’ταξίδι ’’ στη Λέρο.
Το οσμιζόταν από παιδί, πως ο μέγας και τρανός δικός του, ανακατευόταν σε όλα αυτά.
Συχνά, έστηνε αυτί, όταν μιλούσε στο τηλέφωνο και έδινε πληροφορίες για διάφορους συμπολίτες του. Και θύμωνε, μα κυρίως ντρεπόταν.
Και από τότε του είχε μείνει το κουσούρι, να μην μπορεί να κοιτάζει τους ανθρώπους κατάματα.
Λίγο μετά, έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, ξαλάφρωσε λιγάκι από το βάρος του ισχυρού πατέρα.
«Τι θέλω και τα θυμάμαι τώρα αυτά;» Είπε και άκουσε τη φωνή του.
Τότε ήταν που εκείνη αναθάρρησε, πλησίασε λίγο ακόμη, μάλλον νόμιζε πως απευθύνθηκε σε αυτή, εξάλλου, δε μιλούσαν την ίδια γλώσσα, ήταν ολοφάνερο. Στράφηκε και την κοίταξε, της χαμογέλασε. Εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του. Έκανε να τη χαϊδέψει.
«Άσε, δεν είσαι εσύ για τέτοια» Σκέφτηκε.
Σηκώθηκε, τίναξε λίγη στάχτη από το παντελόνι του και κίνησε για το σπίτι. Στο κατόπι εκείνη. Άνοιξε το βήμα του, ευτυχώς δεν είχε κόσμο στο δρόμο. Μόνο κάποια καφέ ήταν γεμάτα νεολαία.
«Πώς πέρασαν τα χρόνια; Πώς; » Βούρκωσε.
«Φταίει ο καιρός», σκέφτηκε, χρόνια είχαν να νοτίσουν τα μάτια του. Από τότε, που έφυγε εκείνη.
Μπήκε στο ζεστό σπιτικό του, άλλο ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Κοίταξε κάτω, την είδε που στεκόταν στο πεζοδρόμιο.
«Όχι, όχι, σε καμία περίπτωση!»
Φόρεσε πιζάμες, έπλυνε τα δόντια του, έπεσε στο κρεβάτι. Στριφογύριζε ώρες.
«Λες να…» έτσι τον πήρε ο ύπνος χαράματα.
Το επόμενο βράδυ, επικαλέστηκε πείνα, πέρασε από το γνωστό φαστφουντάδικο της πλατείας.
« Δύο μπέργκερ, παρακαλώ. »
«Αμέσως, γιατρέ! Σας θυμάμαι, ήσασταν ο γιατρός μου, όταν ήμουν παιδί! »
Χαμογέλασε εκείνος, με το πακέτο μπήκε στην πλατεία, κάθισε στο παγκάκι, κοντά στα ποδήλατα, έβγαλε να φάει. Με την πρώτη μπουκιά, θυμήθηκε πάλι το γιο του μικρό, τότε που τον τραβούσε από το μανίκι για να φάει πατάτες από το δημοφιλές- πρωτοποριακό, για την εποχή, φαγάδικο της πόλης.
Σταμάτησε το μάσημα, άφησε τη χαρτοσακούλα στην άκρη, έβγαλε τσιγάρο, δεν πρόλαβε να κάνει μια τζούρα, να σου την δίπλα του.
«Καλώς τη! » είπε μόνο. Εκείνη δε μίλησε. Άνοιξε προσεχτικά το χάμπουργκερ, της το πρόσφερε, δεν είπε όχι, ήταν φανερό πως πεινούσε, πήρε κι αυτός το δικό του και μαζί το αποτελείωσαν.
Λίγο μετά, ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Σπίτι, κρεβάτι, μοναξιά.
Τις επόμενες νύχτες, ξεστράτιζε, για junk food- ποιος, αυτός!- με μια διάθεση που είχε χρόνια να νιώσει.
Εκείνη τον περίμενε στο ίδιο παγκάκι, έτρωγαν δίχως να μιλούν, της έλεγε καληνύχτα όταν έβαζε το κλειδί στην πόρτα.
Ένα πρωινό ξύπνησε αποφασισμένος.
«Άι στην ευχή, τι το σκέφτεσαι;»
Το βράδυ τη σπίτωσε, την έπλυνε, τη γιατροπόρεψε, λίγο καιρό μετά δεν μπορούσε να ζήσει δίχως την “Λούνα”.
Εννοείται πως μπορούσε να ανεβαίνει στο κρεβάτι του, να τον κοιμίζει και να τον ξυπνά με ευγνωμοσύνη.
Πρωί της εικοστής ογδόης Οκτωβρίου, από το μπαλκόνι του, παρακολουθούσε τις προετοιμασίες για την παρέλαση. Δεν θα κατέβαινε, δεν μπορούσε, δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη.
Λίγο μετά, άλλαξε γνώμη. Άφησε το τσιγάρο στη μέση, ντύθηκε και κατέβηκε στο δρόμο. Μαζί της!
“Άι, χάζιψι ου γιατρός! Ως κι στην παρέλαση την έβγαλι!”, είπε η κυρά Λένα στον άντρα της κι εκείνος συμφώνησε με ένα νεύμα. Πιθανόν να το σκέφτηκαν και άλλοι.
Αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν τον ένοιαζε η γνώμη κανενός.
Εκείνος στεκόταν δίπλα της και καθησύχαζε την ανησυχία της.
Στο τηλεφώνημα του γιου του, το μεσημέρι, απάντησε:
«Πού να αφήσω μόνη τη Λούνα, τη σκυλίτσα μου; Ελάτε εσείς το καλοκαίρι, να ανοίξουμε, επιτέλους, το σπίτι στον Πλαταμώνα, που έχει κήπο για τα παιδιά και για εκείνη»