ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΓΑΜΕ ΣΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ “ΤΡΥΠΕΣ”

0
1349

TRYPES

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΕΙΚΑ Γράφει η Άντζελα Ζιούτη / συγγραφέας / angelaziouti@yahoo.gr

Το σχολείο μου ήταν πρώην καπνομάγαζο πάνω στη Λαγκαδά, στη Σταυρούπολη. Δυτικές συνοικίες. Φτώχεια. Λάσπη αλλά και κάτι λαμπερά μυαλά που γυαλίζανε εκεί μέσα σαν τα διαμάντια. Εκεί έμαθα γράμματα. Στον ίδιο χώρο πριν από μένα άλλοι δουλέψανε σκληρά για να βγάλουν ψωμί. Η αλήθεια είναι ότι σε όλες τις τάξεις ήμουν άριστη μαθήτρια. Εκτός από την πρώτη Λυκείου, όπου μετά βίας πέρασα με 13,2.

Κι αυτό γιατί έλεγα ότι θέλω να παρατήσω το σχολείο.
«Δε μας χρειάζεται» έλεγα «Δε μαθαίνουμε τίποτε εδώ μέσα, γιατί τόσος κόπος; Και μαραζώνουμε να ακούμε τους γιαλαμπούκες που μας ριιμάζουνε στην υποταγή». Δεκαεξάχρονα παιδιά τότε ακούγαμε Pink Floyd και υπήρχε ένας στίχος που με παράσερνε όταν έλεγε:

«Hey Teacher, leave those kids alone!
All in all it’s just another brick in the wall.
All in all you’re just another brick in the wall.
We don’t need no education».

Η τέχνη πάντα κάνει επαναστάσεις. Η τέχνη τα αναποδογυρίζει όλα. Ο νεανικός μου έρωτας τότε, ο Δημήτρης, φοιτητής της Ιατρικής μου λέει: «Μην τυχόν το παρατήσεις το σχολείο. Μια κομμώτρια θα γίνεις». Τον άκουσα. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Την επόμενη χρονιά κάνανε ειδική τελετή και εμείς οι επιτυχόντες στα ανώτατα ιδρύματα πήραμε και βραβείο από το σχολείο που αποφοιτήσαμε. Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα. Όχι τόσο να περάσω στο πανεπιστήμιο, όσο να φύγω από τις “δυτικές συνοικίες” και να ζήσω στο κέντρο της πόλης. Πηγαίναμε στο «Ντορέ» και στον «Λωτό» τα βράδια. Καμιά φορά και στις παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο να ακούσω τον Μαρματάκη στο μάθημα της Μακροοικονομίας να μιλάει για την καμπύλη της προσφοράς και της ζήτησης στην ελεύθερη οικονομία. Πλέον ήμουν φοιτήτρια και έμενα μαζί με τον Δημήτρη σε ένα ισόγειο στην Αποστόλου Παύλου δίπλα στο Τουρκικό Προξενείο. Σκοτεινιά στο δυαράκι, ένας σωρός από βρώμικες πολυκατοικίες τριγύρω και ο ήλιος δεν έμπαινε μέσα παρά μόνο δύο ώρες το μεσημέρι.

Οι ψυχές μας όμως ήταν λουσμένες στο φως τότε και“πετούσαν”. Ακόμη και τις μέρες που ήμασταν πανί με πανί και μέσα στην τσέπη μας δεν υπήρχε ούτε δεκάρα τσακιστή, μέσα στο κεφάλι μας υπήρχαν όνειρα. Πολλά όνειρα.

Τέλη της δεκαετίας του ’80 και πιάναμε τραγούδια στον πειρατικό σταθμό. “Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο, έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλει να πας, όσα κι αν έχω δανεικά πια δεν σου δίνω, να κάνεις βόλτες με το μάτζικ bus”. To ακούγαμε ίσα με δέκα φορές τη μέρα απο τον πειρατικό σταθμό “Τοξότης”. Ο Αντώνης φοιτητής Ιατρικής κι αυτός από την Κρήτη – διακεκριμένος νευροχειρουργός σήμερα -, τότε πήρε τηλέφωνο και ρώτησε τον εκφωνητή πως λέγεται το γκρουπ. “Τρύπες” απάντησε αυτός. “Τι όνομα κι αυτό για μουσικό συγκρότημα” είπα εγώ τότε και ρούφηξα μια γουλιά φραπέ. “Τρύπες, ξετρύπες ωραίοι είναι” είπε ο Βασίλης, ένας άλλος φοιτητής Οδοντιατρικής που κουνούσε το κεφάλι ρυθμικά πέρα δώθε με τη μελωδία.  “Είναι και από τη Νεάπολη, γειτονάκια σου “είπε ένας άλλος που είχε το παρατσούκλι «Αραφάτ» επειδή φορούσε συνέχεια ένα φουλάρι πολύχρωμο καρώ γύρω από τον λαιμό του. Οι συζητήσεις μας ξεκινούσαν από την εξεταστική του Ιανουαρίου και φτάνανε μέχρι τον Σίγμουντ Φρόυντ, την οργονοενέργεια του Βίλχελμ Ράιχ και τη Φάρμα  των ζώων του Όργουελ. Την πρώτη κασέτα από τις άγνωστες τότε «Τρύπες» την αγοράσαμε από ένα δισκάδικο στην Αρμενοπούλου και την ακούγαμε μέχρι που την ταινία τη «μάσηξε» το κασετόφωνο.

Μέσα στο ανήλιαγο ισόγειο του κέντρου ακούγαμε Tuxedomoon, Joy Division και το άγνωστο γκρουπ “Τρύπες” και η ψυχή μας φτερούγιζε.  Τότε δεν είχαμε τίποτε και είχαμε τα πάντα. Όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος δηλαδή: απολαμβάναμε κάθε στιγμή του παρόντος, καρτερούσαμε με χαρά το μέλλον. Με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια μας τσακίσανε. Το παρόν είναι κόλαση και το μέλλον άγνωστο και επισφαλές. Να σπουδάζεις τόσα χρόνια και από μάνατζερ πολυεθνικής να μένεις μέσα σε μια νύχτα άνεργος και να περιμένεις το επίδομα του ΟΑΕΔ. Η κομμώτρια που μου χτενίζει καμιά φορά τα μαλλιά έχει πολύ κόσμο όποτε κι αν πάω και οδηγάει και ένα καινούργιο μοντέλο πεζώ κάμπριο.

Ένα μεσημέρι τρώγαμε φακές στη φοιτητική λέσχη και δίπλα στον Δημήτρη κάθονταν τυχαία ένα μέλος από τις “Τρύπες”, ο Γιάννης. “Οι συμφοιτητές μου κι εγώ, πήραμε την κασέτα σας και σας ακούμε όλη μέρα στο κασετόφωνο” του είπε “συνεχίστε, είστε καταπληκτικοί!” και πρόσθεσε μετά από λίγο: “Πιστεύω, ότι μπορείτε να κάνετε καριέρα”. Ο Γιάννης δε μίλησε, έγνεψε καταφατικά το κεφάλι, άφησε τον άδειο δίσκο με τα άπλυτα πιάτα να τα πάρει η λάντζα κι έφυγε. Ήταν ο Γιάννης Αγγελάκας.

Προηγούμενο άρθροΔ. ΚΟΪΔΗΣ: “ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΟΤΙ ΠΑΛΙΑ ΕΙΧΕ ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΥΣ 3 ΜΕΤΡΩΝ…”
Επόμενο άρθροΟΙ ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Γεννήθηκα το Φεβρουάριο του ’68 στη Θεσσαλονίκη. Η μαμά λέει ότι εκείνη τη μέρα, χιόνιζε πολύ. Η συγκοινωνία είχε σταματήσει και το ολόλευκο αστικό τοπίο διακόπτονταν από τις βαθιές πατημασιές των περαστικών. Στην ίδια πόλη μερικά χρόνια μετά σπούδασα οικονομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Από τα οικονομικά όμως αγάπησα πιο πολύ την ποίηση. Τον Λειβαδίτη, τον Καρούζο, τον Πρεβέρ. Γιατί η επιστήμη σε μαθαίνει πως να κουμαντάρεις τα λεφτά. Ενώ η ποίηση πως να κουμαντάρεις τη ψυχή. Το 1999 εκδόθηκε η συλλογή μου «Ο Θεός κατοικεί σε ουρανοξύστη, 31 ποιήματα της πόλης» από τον Παρατηρητή. Λίγο αργότερα το 2003 κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα «Η Αρχιτεκτονική των σιωπηλών ημερών». Το πρώτο μου μυθιστόρημα εκδόθηκε από τη Φερενίκη το 2009 με τον τίτλο «Ο ήλιος στο πάτωμα». Προφητικός τίτλος για μια χώρα που κατρακύλησε κατόπιν στο ναδίρ. Αρθρογραφούσα στην Karfitsa και τώρα στο Thinkfree. Ευτυχώς που η σκέψη δεν είναι Μερσεντές να κατασχεθεί. Γιατί εδώ σκεφτόμαστε ακόμη. Ελεύθερα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.