Ο πιανίστας

1
2556

Γράφει η Κατερίνα Τζαβάρα | συγγραφέας

Τον έβλεπε κάθε βράδυ στην πολυκατοικία απέναντι. Ήταν καθισμένος στο πιάνο και έπαιζε, ποιος ξέρει τι, απόλυτα απορροφημένος στις παρτιτούρες του. Κατά τις οκτώ που έκανε ένα διάλειμμα από το γράψιμο και χαλάρωνε μπροστά στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, αυτός ήταν πάντα εκεί, στη γνωστή του θέση στο πιάνο. Εκείνη χάζευε την κίνηση στο δρομάκι κάτω από το σπίτι της, έπινε μια γουλιά κρύο ελληνικό που είχε περισσέψει απ’ το απόγευμα και προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα εκείνα τα ιερά λεπτά της ανάπαυλας.

Αυτός ήταν ο μοναδικός δικός της χρόνος και δεν τον μοιραζόταν ποτέ, ούτε καν στο τηλέφωνο. Δε θα ξεχάσει ένα απόγευμα που της χτυπούσαν το θυροτηλέφωνο και δεν κουνήθηκε απ’ το παράθυρο. Αμέσως μετά, άρχισε να χτυπάει δαιμονισμένα και το κινητό της. Ούτε που σκέφτηκε να συνδέσει τα δύο χτυπήματα και έτσι έχασε την ευκαιρία να δει την Λωρέττα, την παιδική της φίλη που ζούσε στην Ελβετία εδώ και 20 χρόνια, και σε ένα σύντομο πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη σκέφτηκε να της κάνει έκπληξη.

Σήμερα, όμως, ο μοναχικός πιανίστας δεν ήταν στη θέση του. Μια μικρή τσιμπιά στο στομάχι την έκανε να πετάξει τον καφέ. Ξαναγύρισε στο παράθυρο, σίγουρη πως θα τον δει μπροστά στα πλήκτρα, να τινάζει ελαφρά το σώμα του σε κάθε σήκωμα του αγκώνα. Αυτή η αρμονία στις κινήσεις του, την είχε καθηλώσει τόσες εβδομάδες και μαζί με τα χέρια του που χόρευαν πάνω στα πλήκτρα, ξέφευγε σε ονειρικό χορό και η φαντασία της. Δεύτερο τσίμπημα στο στομάχι. Ξαφνιάστηκε με τον εαυτό της που ενοχλήθηκε από την απουσία του.

Δεν είμαστε καλά. Μάλλον μου χρειάζεται καθαρός αέρας.

Αυτό το διαμέρισμα στην Παρασκευοπούλου το πλήρωνε χρυσάφι για τα λίγα τετραγωνικά και την αρχαία κατασκευή του αλλά σε τρία λεπτά βρισκόταν στην Παραλία κι έτσι δεν γκρίνιαζε. Ήξερε ποιο ήταν το αντίτιμο για να κερδίζει αυτές τις βόλτες-ανάσες ελευθερίας- όταν ο ουρανός συννέφιαζε μέσα της. Έτσι ένιωθε και τώρα, τη στιγμή που διέσχιζε το φανάρι της Βασιλίσσης Όλγας για να περάσει απέναντι και να ανταμώσει από κοντά τον Θερμαϊκό. Πολλά τα σύννεφα στο κεφάλι της, έτοιμη η μπόρα να ξεσπάσει.

Καθώς περπατούσε προς τις Ομπρέλες, σκεφτόταν πως δεν είχε δει ποτέ καθαρά το πρόσωπό του, ούτε τον ίδιο να κινείται μέσα στο σπίτι. Εδώ που τα λέμε, μόνο στο πιάνο εμφανιζόταν ο παράξενος άνδρας και μάλιστα την ίδια περίπου ώρα κάθε βραδάκι. Στο μόνο δωμάτιο του σπιτιού που η βαριά κουρτίνα ήταν ελαφρώς τραβηγμένη ήταν εκείνο του πιάνου.  Έτσι το μόνο που έβλεπε ήταν μια αδύνατη ανδρική φιγούρα με μακριά άκρα, λεπτά δάχτυλα και μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Πώς να ήταν άραγε στην καθημερινότητά του; Πότε έφευγε για τη δουλειά; Γιατί δεν έβγαινε ποτέ στο μπαλκόνι; Η δική του πλευρά είχε απρόσκοπτη θέα στη θάλασσα.

Μαρίνα, σύνελθε! Από συγγραφική διαστροφή αναρωτιέσαι ή ξύπνησε ξαφνικά μέσα σου η γυναικεία περιέργεια; είπε στον εαυτό της και επιτάχυνε το βήμα. Το γνωστό ψιλόβροχο του Νοέμβρη διέκοψε τις σκέψεις της και όπως έσκυψε για να πιάσει την κουκούλα του μπουφάν, παραπάτησε, το πόδι της γλύστρησε πάνω στα βρεγμένα φύλλα και ούτε που κατάλαβε πώς έχασε την ισορροπία της και έπεσε.

Δεν ένιωσε πόνο από το χτύπημα, ούτε να λερώνεται στα κρύα και βρεγμένα πλακάκια, ούτε την τσάντα της να πέφτει. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα ήρθε κι ένα δεύτερο, ακόμη πιο δυνατό! Δεν είχε πέσει στο πλακόστρωτο, αλλά πάνω σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Δηλαδή, πάνω στον άνθρωπο που οδηγούσε το αμαξίδιο. Για την ακρίβεια, πάνω σε έναν… πολύ χαριτωμένο άνθρωπο πάνω στο αμαξίδιο! Όσο εκείνη τον χάζευε καταπρόσωπο από τη σαστιμάρα της, εκείνος δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει. Τινάχτηκε όρθια βιαστικά, ζητώντας του χίλιες φορές συγγνώμη για την απροσεξία της, ο μελαχρινός άντρας κάτι της είπε αλλά τα αυτιά της βούιζαν από ντροπή και αμηχανία και δεν τον άκουσε καθαρά.

«Ευτυχώς που δεν έπεσες μπροστά στα πόδια μου γιατί φοβάμαι πως θα σε άφηνα να παιδεύεσαι εκεί κάτω βρεγμένη για πολλή ώρα!», συνέχισε η γελαστή φωνή του από το βάθος, και ο χαριτωμένος ξέσπασε σε γέλια. Την ίδια στιγμή μία κυρία τους πλησίασε και του έδωσε έναν καφέ στο χέρι. Ζαλισμένη ακόμη από την ταραχή της παρακολουθούσε τη σκηνή μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης και σαν να της φάνηκε πως άκουσε αυτόν το διάλογο μεταξύ τους: «Μάνα, ήρθες την κατάλληλη στιγμή, σώσε τον ανάπηρο γιο σου, αυτή η κοπέλα μου την έπεσε!», «Αχ αυτό το στόμα σου βρε Μιχάλη! Καλύτερα να έμενες στο πιάνο σου, που δεν μιλάς κιόλας! Είστε εντάξει, δεσποινίς; Χτυπήσατε;».

Και τότε, σαν έκρηξη μέσα στο μυαλό της, της ήρθε η εικόνα του πιανίστα με το μισό, γυρισμένο, κεφάλι προς το παράθυρο… Τα μαύρα μαλλιά, το ήρεμο πηγούνι, τα λεπτά μακριά δάχτυλα. Νάτη και η τρίτη τσιμπιά!

«Όχι, όχι δε χτύπησα. Είμαι εντάξει, είμαι μια χαρά!».

Χαλάλι το πανάκριβο δυάρι στην Παρασκευοπούλου.

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.